- υπείσειμι
- ΜΑ1. εισέρχομαι κάπου κρυφά2. διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα3. επέρχομαι βαθμιαία ή ανεπαίσθητα («ὑπεισιέναι τι κἀμοὶ δάκρυον», Γρηγ. Ναζ.)4. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου («ὑπεισῄει δὲ με παραβολή», Αθανάσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἴσειμι «εισέρχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.